- μικράτα
- ταη παιδική ηλικία: Από τα μικράτα του φαινόταν ότι θα προόδευε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικράτα — τα η πρώτη νηπιακή ή παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός, κατά το νιάτα] … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… … Dictionary of Greek
παιδικάτα — τα φρ. «στα παιδικάτα» κατά την εποχή που ήταν κάποιος παιδί, στην παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδικός κατά τα μικράτα, νιάτα] … Dictionary of Greek